- πλεονεκτικός
- πλεονεκτικόςgreedymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονεκτικός — ή, ό / πλεονεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλεονέκτης] νεοελλ. αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλο μσν. αρχ. αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek
πλεονεκτικός — ή, ό αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που ξεπερνά τους άλλους: Πλεονεκτική θέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονεκτικά — πλεονεκτικός greedy neut nom/voc/acc pl πλεονεκτικά̱ , πλεονεκτικός greedy fem nom/voc/acc dual πλεονεκτικά̱ , πλεονεκτικός greedy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικώτερον — πλεονεκτικός greedy adverbial comp πλεονεκτικός greedy masc acc comp sg πλεονεκτικός greedy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικῶν — πλεονεκτικός greedy fem gen pl πλεονεκτικός greedy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικόν — πλεονεκτικός greedy masc acc sg πλεονεκτικός greedy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικώτατον — πλεονεκτικός greedy masc acc superl sg πλεονεκτικός greedy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικαῖς — πλεονεκτικός greedy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικοί — πλεονεκτικός greedy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτικούς — πλεονεκτικός greedy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)